πάνσεπτος

πάνσεπτος
η , ο[ν] святейший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πάνσεπτος" в других словарях:

  • πάνσεπτος — most sacred masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεπτος — η, ο / πάνσεπτος, ον, ΝΜΑ πανσεβάσμιος, πανόσιος, ιερότατος, πανίερος. επίρρ... πανσέπτως Μ με ιερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεπτός] …   Dictionary of Greek

  • πάνσεπτον — πάνσεπτος most sacred masc/fem acc sg πάνσεπτος most sacred neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέπτου — πάνσεπτος most sacred masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέπτους — πάνσεπτος most sacred masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέπτων — πάνσεπτος most sacred masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέπτῳ — πάνσεπτος most sacred masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεπτα — πάνσεπτος most sacred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεπτε — πάνσεπτος most sacred masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσεπτοι — πάνσεπτος most sacred masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»